ἐφορεύει

ἐφορεύει
ἐφορεύω
to be ephor
pres ind mp 2nd sg
ἐφορεύω
to be ephor
pres ind act 3rd sg
ἐφορεύω
to be ephor
pres ind mp 2nd sg
ἐφορεύω
to be ephor
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CASTALIUS Fons — Caballinus, et Libethris dicitur. Est in radicibus Parnassi, Musis sacer. Virgilius Castaliam vocat Georg. l. 3. v. 293. Iuvat ire iugis, qua nulla priorum Castaliam molli divertitur orbita clivo. De nominis origine sic Bochart. l. 1. Chanann. c …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • εφορευτικός — ή, ό [εφορεύω] 1. ο αρμόδιος στο να εφορεύει, να επιτηρεί, ο εποπτικός 2. φρ. «εφορευτική επιτροπή» η επιτροπή που εποπτεύει μια νόμιμη διαδικασία, κυρίως τη διεξαγωγή τών εκλογών …   Dictionary of Greek

  • παρατηρητής — ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ [παρατηρώ] αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά κάτι νεοελλ. 1. στρ. αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις τού εχθρού από παρατηρητήριο, αεροπλάνο κ.λπ. 2. α) εντεταλμένος αντιπρόσωπος… …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτορας — ο 1. αυτός που εφορεύει για την τάξη αγώνων, τελετών κ.ά. 2. ο προϊστάμενος κάθε σχολής πανεπιστημίου για ένα έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”